Σέ τόν ἀναβαλλόμενον το φῶς ἦχος πλ. α ΄
Σέ τόν ἀναβαλλόμενον τό φῶς ὥσπερ ἱμάτιον ,
καθελών Ἰωσήφ ἀπό τοῦ Ξύλου σύν Νικοδήμῳ ,
καί θεωρήσας νεκρόν , γυμνόν , ἄταφον ,
εὐσυμπάθητον ὕμνον ἀναλαβών , ὀδυρόμενος ἔλεγε ·
Οἴμοι !!!! γλυκύτατε Ἰησοῦ !!!,
ὅν πρό μικροῦ ὁ ἥλιος , ἐν Σταυρῷ κρεμάμενον θεασάμενος ,
ζόφον περιεβάλλετο , καί ἡ γῆ τῷ φόβῳ ἐκυμαίνετο ,
καί διεῤῥήγνυτο , ναοῦ τό καταπέτασμα ·
ἀλλ᾿ ἰδού νῦν βλέπω σε , δι ᾿ ἐμέ , ἑκουσίως ὑπελθόντα θάνατον ·
πῶς σέ κηδεύσω Θεέ μου ;
ἤ πῶς σινδόσιν εἱλήσω ;
ποίαις χερσί δέ προσψαύσω , τό σόν ἀκήρατον Σῶμα ;
ἤ , ποῖα ᾄσματα μέλψω , τῇ σῇ ἐξόδῳ Σωτήρ μου ;
Μεγαλύνω τά Πάθη σου ,
ὑμνολῶ καί τήν ταφήν σου , σύν τῇ Ἀναστάσει κραυγάζων ·
Κύριε , δόξα σοι .
Μετάφρασις
Ἐσένα , Κύριε , πού γορᾶς σάν ἱμάτιο τό φῶς ,
ὄταν κατέβαζε ἀπό τό Ξύλο τοῦ Σταυροῦ , ὁ Ἰωσήφ , μαζί μέ τόν Νικόδημον ,
καί σέ εἶδε, νεκρόν , γυμνόν , ἄταφον ,
ἀνάλαβε , ἔβγαλε θρῆνον γεμάτο μέ συμπάθεια , καί κλαίγοντας γοερῶς ἔλεγε ·
Ἀλοίμονο σέ μένα , γλυκύτατε Ἰησοῦ !!!
Πρίν ἀπό λίγο , ὁ ἥλιος , βλέποντας σε , νά κρέμεσαι , ἐπάνω
στόν Σταυρόν ,ντύθηκε στό σκοτάδι , καί ἡ γῆ , ἀπό τόν φόβον της
ἐκλονιζόταν , ἔτρεμε , σειόταν , καί σχίστηκε , στά δύο , τό καταπέτασμα
τοῦ Ναοῦ , τό τέμπλο, , τό χώρισμα .
Ἀλλά ὅμως , τώρα βλέπω, καταλαβαίνω, κατανοῶ, ὅτι γιά μένα ἑκούσια,
υπέστης τόν θάνατον ·
πῶς νά σέ κηδεύσω Θεέ μου ;
ἤ πῶς νά σε τυλίξω μέ σεντόνια ;
ἤ , ποῖα ἄσματα νά ψάλλω , κατά τήν ἐκφορά σου , στήν ἔξοδόν σου Σωτῆρα μου
, εὐσπλαγχνε Κύριε ;
Δοξολογῶ τά Πάθη σου ·
συνθέτω ὕμνους γιά τήν Ταφήν σου , μαζί μέ τήν Ἀνάστασήν σου
κραυγάζοντας , Κύριε δόξα σοι .
Ἰωσήφ ὁ ἀπό Ἀριμαθαίας , εὐσχήμων βουλευτής , μαθητής
κρυφός τοῦ Χριστοῦ, ὄχι διά τόν φόβον τῶν Ἰουδαίων , ἀλλά ὡς
ἀξιωματοῦχος , καί μέλος τῆς ἐξουσίας, τοῦ συμβουλίου , καί
σεβαστός ὑπό πάντων διά τήν ἐνάρετον πολιτείαν του , καί βίον ἀνεπίλειπτον ,
κράτησε μυστικήν τήν πίστιν του , διά νά μπορεῖ , χωρίς νά γίνεται ἀντιληπτός,
νά ἐνημερώνει τούς Μαθητάς τοῦ Χριστοῦ , περί τῶν σχεδίων τῶν Γραμματέων καί
Φαρισαίων , τῶν Ἑβραίων .
Παρακολουθοῦσε , τό θεῖο δρᾶμα, τά Φρικτά Πάθη τοῦ Χριστοῦ ,
σιωπηλός, μέ δάκρυα, καί ἀγανάκτηση διά τούς Ἱουδαίους,
καί συμπάθεια διά τόν πάσχοντα, Ἰησοῦν .
Ὅταν ὅμως εἶδε τό τέλος , τήν ἀδικίαν , τή κατάκριση καί
καταδίκη , καί θάνατον τοῦ Θεανθρώπου , κατά τό ἀνθρώπινον ,
ὅτε εἶδε , ὅτι οὐδέν ὡφελοῦσε πλέον ἡ στάση αὐτή , ὁπλισθείς μέ θάρρος,
ἀγάπη , πἰστη καί θείαν τόλμην ...ὅπως λέγει τό ἱερό Εὐαγγέλιον ....
...τολμήσας εἰσῆλθεν πρός Πιλᾶτον καί ἠτήσατο , τό Σῶμα τοῦ
Ἰησοῦ.....
Ὤ!!! θεία τόλμη !!!
ὤ !!! χειρῶν ἀχράντων!!!
ὤ !!! θεία σκέψη !!!
ὤ !!! θεία ψυχή !!!
ὤ !!! ἀνδρεία !!!.
ὤ !!! θεία τόλμη!!!
ὤ !!! οὐράνιος νοῦς!!!
ὤ !!! θεία κορυφή !!!
ὤ !!! ἀρχαγγελικῶν ὀμμάτων !!!
ὤ !!! θεῖα ὦτα !!!!
ὤ !!! θεία γλῶττα !!!
ὥ !!! μακαρία ὥρα !!!
ὤ !!! θεῖος τόπος !!!
ὤ !!!θεῖες χεῖρες !!!
ὤ !!! μακάριοι πόδες, !!!!
τοῦ μέν μαθητοῦ προδότου , μετά τήν νῆψιν τῶν ποδῶν ὑπό τοῦ Διδασκαλου ,
ἔτρεχον νά πωλήσουν τόν ἀτίμητον , ζητῶντας χρυσόν ,πουλῶντας τόν Χριστόν ,
τότε οἱ πόδες τοῦ Ἰωσήφ , ἔτρεχον πρός τόν Πιλατον διά νά ζητήσει τό
Σῶμα, τό ὁποῖον γιά αὐτούς, ἀφοῦ τό κατεδίκασαν καί ἀτίμασαν , ἦταν ἄχρηστο,
περιττό και ἐνοχλητικό ἀκόμα καί φαινόμενο .
Τολμήσας , εἰσῆλθε πρός τόν Πιλάτον ....
τολμήσας....
ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεῖον διδάσκαλον , ζητᾶ θυσία...
μείζονα ταύτης ἀγαπην οὐδείς ἔχει , ἵνα τήν ψυχήν αὐτοῦ , ὑπέρ τῶν φίλων
αὐτοῦ θῇ ....
εἶχε ἀκούση αὐτῆς τῆς μακαρίας φωνῆς ἀπό τό ἱερό στόμα τοῦ Διδασκάλου του ,
καί τώρα περνάει ἀπό τήν θεωρία , στήν πράξη ,
τό βλέπει ἔμπρακτα, καί ...ἀντιγράφει τόν Διδασκαλον ,
τολήσας νά ζητήσει ἀπό τόν Πιλάτο, πού κατεδίκασε σε
θάνατον τόν ἀναμάρτητον .
Βλέπει την ΠΑΝΑΓΙΑΝ Μητέρα του , ἱσταμένη παρά τῷ
Σταυρῷ τοῦ Σωτῆρος , ἀκοίμητος λαμπάς, ἀτάραχη , ἄφωνη , ἀθόρυβη ταπεινή
, ἀλλα καί μέ οὐρανια ἀρχοντιά, ἕτοιμη νά μυρίσῃ , τόν Χριστόν πού εἶχε
ὡς Βρέφος θηλάσει , ἀγέρωχη , ἀτάραχη , μέ μία παραδεισένια ὁμορφία θεϊκή
λαμπρότητα , κατανοών τό λεχθέν :: .
..ἄν ὁ Θεός ἔχει , εἶχε μητέρα, σἰγουρα, εἶναι ἡ Μητέρα του ...
καί συγκλονίζεται , μή δυνάμενος νά μείνη ἀδρανής , καί ἀναλαμβάνει τό
χρέος διά ὅλην τήν ἀνθρωπότητα, ὡς ἐπρόσωπος ὅλου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους,
πού ἔζησε , ζοῦσε , ζῆ καί θα ζήση , ἀποδίδοντας , τό φόρο τιμῆς , εὐχαριστίας,
εὐγνωμοσύνης , να κηδεύση τό Ἰησοῦν !!!.
Πλησιάζει , μέ μεγάλη ἀγάπη , ἀφοσίωση , καί σεβασμό , ἀρετές πού εἶχε
καί ἔδειχνε στόν Διδάσκαλο , καί τώρα , ἱερροπρεπέστερα μέ θυσιαστική
ἀγαπη , κάνει τό βῆμα πρός τόν Πιλάτον ...
Σαυτές τίς ἱερές στιγμές, μέχρι νά ὁμιλήσει καί παραστῆ στόν Πιλᾶτο,
ἡ ἱερά καρδιά του ταυτίζεται μέ τήν θεϊκή , καί ἀναλαμβανοντας εὐσυμπάθητον
θρῆνον γοερῶς , ἑτοιμάζει τά τῆς ταφῆς, κατά τό ἔθος τῶν ἰουδαίων .
Μετά δέους , καί τρόμου καί φόβου θεϊκοῦ , ἀλλα μέ σταθεράς χεῖρας ,
ποιεῖ τά τῆς ταφῆς, γιά νά κηδεύσει , τοποθετήσει, σάν σέ παστάδα , στό δικό
του, ἄδειο , κενό καί καινό μνημεῖο .
Καί ὁ ἱερός ὑμνογράφος, ἐξ ἴσου τολμηρός καί ἱερροπρεπής ὡς ὁ Ἰωσήφ,
τοποθετεῖ εἰς τό στόμα του , τά ἱερά λόγια , ὅπως σκέπτεται, ὅτι θά
...ἐσκέπτετο ὁ Ἰωσήφ , καί ἀναδεικνύονται καί οἱ δύο ἱερροπρεπεῖς , καί
ξεχωριστοί , μέ οὐράνιο κάλλος και τιμή καί δόξα ...
Ἄς παρακολουθήσωμε κατά
προσέγγιση , ἀλλά τολμηρῶς καί σταθερῶς , τίς σκέψεις καί πράξεις των .
Ἐσένα , λέγει , Κύριε, πού σάν ἱμάτιο ἔχει τό ἄκτιστο το θεϊκό φῶς
, κατεβάζων μετά φόβου καί τρόμου ὁ Ἰωσήφ ἀπό τήν ἀνάρτησην του
στόν Σταυρόν ,μαζί μέ τόν Νικόδημον , βλέποντας σε νεκρόν , γυμνόν ,
ἄταφον , ἐσένα πού πρό ὁλίγου , βλέποντας ὁ ἥλιος ὁ αἰσθητός, σέ τόν ἥλιον τῆς
Δικαιοσύνης πάσχοντα , ἐμπαιζόμενον , δεν ἄντεξε τήν θεοκτονίαν ,
καί ντύθηκε στά μαύρα, συνέστειλε τίς
ἀκτίνες, ἐλέγχων μαυτόν τόν τρόπο τούς θεοστυγεῖς
φονεῖς, ἡ γῆ , ἐσείετο, ἐκλονεῖτο , καί τό καταπέτασμα τοῦ ναοῦ ἐσχίσθη ἀπο ἄνω
ἕως κάτω στά δύο .
Βλέποντας αὐτά, νά πάσχη τό θεῖον , ἀνέλαβε, ἔκαμε γοερῶς ἐπιτάφιον θρῆνον ,
θρηνῶν διά τήν ἀδικίαν , καί ἔλεγε · ἀλοίμονο μου γλυκύταετε Ἰησοῦ , ἀφοῦ
κατενόησε ἡ ἄψυχος κτίσις τό θεῖο δρᾶμα, ἀλλά ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, δεν καταλάβαμε
· τώρα μέ αὐτά κατανοῶ , ὅτι πάσχεις, διά μένα , τόν πεπτωκότα ἄνθρωπον
διά τήν σωτηρίαν μου , καί ἑκουσίως ὑπέστης τόν θάνατον , τήν ἱεράν προηγουμένη
νύκτα, πού παρέδινες τόν ἑαυτόν σου .
βλέποντας
, τήν θεότητα σου , και τήν δική μου πτωχεία, πῶς νά
σε κηδεύσω Σωτήρα μου ;
πῶς
νά τυλίξω μέ σεντόνι τό Ἄχραντον Σῶμα σου;
μέ
ποῖα χερια νά ἀγγίξω τό ἄχραντο Σῶμα ;
καί
ποῖα ἄσματα, τί ὕμνους ἐξοδίους να πῶ διά τήν ἔξοδον , ταφήν σου , ἀφοῦ εἶσαι ἡ
χαρά τῶν Ἀγγέλων ,
ὕμνος
τῶν ἀρχαγγέλων ,
τό
ἆσμα τῶν Χερουβίμ
καί
τά Σεραφείμ εἶναι τό ἅρμα σου ;
ὅμως
, παρά τήν μικρότηά μου , θά δοξολογήσω τά ἄχραντα σωτήρια πάθη , πού
ὑπέφερες γιά μένα , καί θά ὑμνήσω καί τήν Ταφήν σου ., καί μαζί
μέ τήν Λαμπράν σου καί ἔνδοξον ἀνάσταση θά βοήσω, θα κραυγάσω, Μακρόθυμε,
Κύριε, δόξα σοι .
Δόξα σοι , Κύριε, δόξα σοι Ἅγιε · δόξα Σοι Βασιλεῦ · δόξα σοι ὁ Θεός ἡμῶν
, προσκυνοῦμέν σε τρισυπόστατε , Κύριε, δόξα σοι .
Ἐσταυρώθης μέ τήν σάρκα , Σύ ὁ ἀπαθής κατά τήν θεότητα , ἐκεντήθης
μέ λόγχη τήν πλευράν , πηγάσας Αἷμα καί Ὕδωρ ·Σύ εἶσαι ὁΣωτήρας μας,
καί σέ δοξάζομεν ·
Τιμῶ σου τόν Σταυρόν , δοξάζω καί τήνΤαφήν ἀγαθέ ,ὑμνῶ καί προσκυνῶ , καί
τήν θείαν ἔγερσιν · σύ εἶσαι ὁ Σωῆρας, καί σέ δοξάζωμεν ·
Καί ἄν ἐγεύσω χολήν , ὅμως εἶσαι ὁ γλυκασμός τῆς Εκκλησίας , καί ἐπήγασες
διά ἡμᾶς , τή ἀφθαρσίαν ἐκ τῆς πλευρᾶς σου · Εσύ εἶσαι ὁ Σωτῆρας μας καί σέ
δοξάζομεν·
Ἐλογχεύθηκες τήν Θείαν σου πλευράν , ἐλογίσθηκες μετά τῶν νεκρῶν γά
νά ἀναστήσεις τούς νεκρούς , ἐγεύθης τήν φθοράν , ἀλλά διαφθοράν δέν γεύθηκες,
Ἐσύ εἶσαι ὁ Σωτῆρας μας, καί σέ δοξάζομεν `
Εὐφραίνετα ἡ Σιών , ἀγάλλεται καί ὁ οὐρανός , ἀνέστη ὁ
Χριστός , ἐξαναστήσας τούς νεκρούς ὑμνολογοῦντας σε, Εσύ εἶσαι ὁ
Σωτῆρας μας , καί σέ δοξάζωομεν ·
ΘΕΟΤΟΚΕ Μήτηρ τοῦ Θεοῦ , συνέλαβες στήν θείαν Σου γαστέρα τόν
θεόν , καί ἐγέννησες τόν Λυτρωτήν , διαλύουσα τήν κατάραν τῆς παρακοῆς τῶν
πρωτοπλάστων · ὁ τόκος Σου εἶναι ὁ Θεός, κἄν σάρκα φορεῖ .
Ἀνεβλάστησας ἐκ τῆς ῥίζης τοῦ Ἰεσσαί , καί διά ἐμᾶς, κατά σάρκα, ἀνεβλάστησας ,
τό ἄνθος Χριστόν .
Αὐτόν πού ἐβάστασας ἀκόπως στήν ΠΑΝΑΓΙΑ Μήτραν σου , τεκοῦσα
ἀλοχεύτως , ἱκέτευε ὡς Υἱόν Σου καί Θεόν , ὅπως παράσχη ἄφεσιν ἁμαρτιῶν , καί
τῶν πολλῶν ἐγκλημάτων · γνωρίζω, ὅτι δύνασαι να ἐκπληρώνεις ὅλα
τά αἰτήαματα .
Σέ ἀνυμνοῦμεν , καθώς μέ τήν ἄσπορον Σου κύησιν , ἐγέννησας ὑπέρ φύσιν ,
ἐκεῖνον πού ἐκαινούργησε τήν φύσιν τῶν βροτῶν , τόν μόνον Δεσπότην .
Ἡ τιμία γαστέρα Σου ἐγεώργησε ἀγεωργήτως , σάν ἄμπελος τόν βότρυν τῆς
αφθαρσίας , ἀπό τήν ὁποίαν πηγάζουν οἱ κρουνοί τῆς ἀφθαρσίας , ἡ αἰώνιος ζωή .
Ἐχώρησας είς τήν Θεοδόχον γαστέρα Σου , ὡς Βρέφος, τόν παντέλειον Θεόν ,
τόν ὁποῖον τρέμουν τά σύμπαντα καί αἱ οὐράνιες Δυνάμεις , καί θεοπρεῶς ὅπως
γνωρίζει ἐκεῖνος , ἐσκήνωσε στήν Μήτραν Σου , λύων τήν κατάραν , τήν
προελθοῦσα ἀπό τήν παράβασιν τῆς ἐντολῆς, , τήν διά βρώσεως , τροφῆς πικρᾶς
ἀποδειχθείσης .
Ἤπλωσας τά θείας Σου ἀγκάλας καί ἐβάστασας, τόν δημιουργήσαντα καί βαστάζοντα
τά πάντα .
Ἥπλωσεν ὁ Υἱός Σου τάς χεῖρας ἐν Σταυρῷ , καί ἤνωσε τά πρίν διεστῶτα , καί τά
ἔθνη τά μακράν συνεκαλέσω εἰς ἕνα .
Ἐνῶ , ὁ ἀχαριστος λαός , βοᾶ πρός τόν Πιλάτον , νά ἀπολύση τόν κακοῦργον
ληστήν , καί καταδικάση ,τόν μόνον ἀναμάρτητον .
Ἡμεῖς δέ Χριστέ, προσκυνοῦμεν τόν Σταυρόν , ἀνυμνοῦμεν τήν ταφήν ,
τιμῶμεν τά Πάθη , καί τούς ἤλους τῶν χειρῶν , καί τήν λόγχη , καί τήν
ἀνάστασην.
Μέ τήν Ἀνάστασην σου Σωτήρ , συνετρίβησαν οἱ μοχλοί τοῦ ἅδου , καί
οἱ πύλες , καί εύθέως διελύθησαν τά δεσμά τοῦ θανάτου , ἀπό τόν φόβον τῆς
δυνάμεως σου .
Εύφραίνονται ὅμως , τῶν μαθητῶν ὁ χορεία , μαζί μέ τίς Μυροφόρες καί
Ἰωσήφ , μέ τόν Νικόδημον , καί ὅλοι οἱ Μαθηταί καί Μαθήτριες του Χριστοῦ.
Ὁμιλογοῦμεν τήν χάριν , κηρύττομεν τήν εὐργεσίαν , καί διακηρύσσομεν τήν
σωτηρίαν τήν ὁποίαν διά τοῦ Ἑκουσίου σου Πάθους ἐδωρήσω εἰς τόν κόσμον .
Διά τοῦ Σταυροῦ , ἠχμαλώτησας τήν γαστέρα τοῦ ἅδου , συνήγειρας τούς
νεκρούς , κατέλυσας τοῦ θανάτου τήν τυρανίδα ·
Ἐλύτρωσας ἡμᾶς τῆς ἀρχαίας κατάρας, καί λύεις τά δεσμά τῶν πολλῶν ἁμαρτημάτων
, ὁ λίθος κεκύλισται, ὁ τάφος κεκένωται,οἱ φύλακες ὑπνοῦν , ἡ φωλιά κενή
φυλάσσουν τήν φωλιά , καί ὁ νεοσσός , ἐπέταξε εἰς τήν φωλιά και ποίμνην τῆς
ἐκκλησίας .
Οἱ Μυροφόρες , τρέχουσαι μετά μύρων , εἶδον τόν Ἄγγελον , μηνύων
τήν Ἀνάστασιν , ἔτρεχον Μυροφόρες , καί ἐπέστρεψαν Εὐαγγελίστριαες ,
εὐαγγελιζόμενες καί κηρύττουσαι στούς κήρυκας, τήν ἀνάσταση .
Ἐξέδυσας μου ,Κύριε , τήν ἀρχαίν στολήν τήν ὁποίαν ἐξύφανε ὁ
παμπόνηρος ὄφις , ὁ σπορές τῆς ἁμαρτίας , καί μέ ἐνδύθηκες , για νά ἐνδυθῶ ἐσένα
,μέ τό βάπτισμα... ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε.
Μή φυλάξας Σωτήρ μου , τήν πρώτην ἀρχαίαν ἐντολή , μοῦ ἔραψε φύλλα συκῆς ἡ
ἁμαρτία μου , καί ἐμαστιγώθης , ἵνα πηγάσης μου τήν ἀπάθεια , καί ἐνδύσεις
με, μέ τήν θεία σου χάριν .
Καί αὐτήν τήν θυσίαν , βλέπουσα ἡ ἀσπόρως συλλαβοῦσα σε καί Τεκοῦσα , ἡ
ἄμπεμπτος ΠΑΡΘΕΝΟΣ, ἐδονεῖτο τά σπλάγχνα Μητρικῶς , ὁρώσης σου τήν
σταύρωσιν ,ἥν ὑπέρ πάντων ὑπομένεις,ὁ Υἱός καί Θεός μου κραυγάζουσα καί
λέγουσα .
Μέ τήν Σταύρωσιν σου , μέ τό ὅπλον του Σταυροῦ , καθεῖλες
τόν ἀρχέκκον ὄφιν , συντρίψας τό κέντρο τοῦ θανάτου , καί ἔδωκας εἰς ἡμᾶς
ὁπλον κατά τοῦ πονηροῦ , τόν τιμίον Σταυρόν σου ,
καί
τό σχῆμα τοῦ σταυροῦ, δαίμονας φυγαδεύει .
Κρεμάμενος ἐπί Σταυροῦ , ἐπιτελών τήν πραγματικήν καί σωτήριαν ἀνάρτησιν
ἐν Σταυρῷ , πᾶσα ἡ κτίσις θεωροῦσα ἐκλονεῖτο , καί ἤλεχγχε τούς ἀπειθεῖς
Ἰουδαίους .
Κρεμάμενος , καί κραυγάσας τό , Τετέλεσται, ὁλοκλήρωσας τό ἔργον τό
ὁποῖον ἔδωκε σου ὁ Πατήρ , ἵνα ποιήσεις, ὁλοκληρώθη ἡ σωτηρία τοῦ βροτείου
γένους , καί ....κράξας φωνῇ μεγάλῃ , ἀφῆκας τό πνεῦμα....
καί
ῥομφαία διῆλθε , τήν καρδία τοῦ ἅδου , ἐνεκρώθη , καί θαῤῥοῦμεν οἱ γηγενεῖς ,
καί ὅσους εἶχε εἰς τήν γαστέρα του , ἐσκυλεύθη γυμνωθείς .
Ἐσκυλεύθη ὁ ἅδης, ἔλαβον θάῤῥος οἱ νεκροί , τά μνημεῖα ἠνεώχθησαν , καί
ἀπό τότε ὕπνος ὁ θάνατος ὁνομάζεται .
Καθελών ὁ Ἰωσήφ τόν λυθέντα τοῦ σώματός σου ναόν , ἀπό τοῦ ξύλου , μετά
τοῦ Νικοδήμου , ἐμύρισε , βαλών τά μῦρα,τιμῶντας τό άθάνατο και αἰώνιον ,
Μῦρον .
Θέλων πάντας ὅπως λυτρώσεις τῆς πλάνης , ἀνέχθηκες νά προσηλωθῆς εἰς τόν
Σταυρόν , ἵνα ἡμεῖς ἐνατενίζομεν ἀκλινῶς , εἰς τά θεῖα σου Παθήματα,ἀτρωτοι
διαμένομεν , εἰς τά δήγματα τοῦ ὄφεως , ὡς ποτέ ἐπί Μωϋσέως οἱ Ἰσραηλίτες .
Ὑψούμενος ἐν Σταυρῷ , ὅλους προσκαλεῖς εἰς τήν Βασιλείαν σου , καί προαρπάζουν
αὐτήν μοιχοί ,τελῶνες καί πόρνοι , μεταποιούμενοι , καί ταῦτα πάντα
ἑκών πάσχεις , διά τίς ἁμαρτίες μας .
Οἱ φύλακες ὑπνοῦν , καί ἄς ὁμολογήσουν , πῶς ἐνέστη ὁ Ζωοδότης, ἀφοῦ
ἐφύλαττον , καί οἱ σφαγίδες ἀπαραβίασται , καί
οὐδείς
ὁ πλησιάσας .
Τί φυλάττετε ὡς νεκρόν τόν Θεόν ; ἐτοποθετήσατε σφραγίδες
φοβούμενοι κλοπήν ,ἀλλα ἐξανέστη , καί πῶς θα ἀνεστήνετο, ἄν δεν ἦταν θεός
ὁ σταυρωθείς καί ταφείς καί ἀναστάς ;
Τί μετά νεκρῶν ζητεῖτε Μυροφόροι γυναῖκες, τόν ζῶντα καί τήν ζωήν τῶν
ἁπάντων ;
Βλέπετε , τίς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου , νά συστέλλονται ἀπό φόβο , νεκροί
άνίστανται , τά ὄρη κλονοῦνται ,δονεῖται , σείεται ἡ γῆ , ὁ ἅδης ἐγυμνώθη .
Οἱ Ἰουδαῖοι τυφλοί , πλάνοι καί παραβάτες , ἀπιστοῦν στήν ἀνάσταση τοῦ
Χριστοῦ , καί συκοφντοῦν ὡς ψευδή , τήν Ἀνάστασην τοῦ Χριστοῦ , τούς νεκρούς
ἐγείρας .
'Ιουδαῖοι ἐχθροί , πλάνοι καί παραβάτες , συκοφαντεῖτε τήν Ανάστασιν ,
καί ἀπό φθόνο , καί τά παρόντα θαύματα , προσπαθεῖτε να καλύψετε, αλλά ρωτῆστε
τους φύλακας, σας, τί ἔπαθαν ἐκεῖνοι, ποιός, ἐκύλισε τόν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ
μνημείου ;
Ποῖος εἶναι Εκεῖνος πού ἐξήρανε μέ λόγον μόνο τήν συκῆν , καί ὁ
θεραπεύσας , ἰασάμενος , τήν ξηρανθεῖσαν χεῖρα ; ποῖος εἶναι ὁ χορτάσας τά
πλήθη μέ ἄροτυς στήν ἔρημο ;δέν εἶναι ὁ Χριστός , ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ , ὁ ἐγείρας
καί τούς νεκρούς ;
Ποῖος εἶναι ὁ φωτίσας τούς τυφλούς, καί ἀνορθῶν τούς παραλύτους , ὁ
καθαρίσας τούς λεπρούς ,καί μογγιλάλους ρήτορας ποιήσας , ὁ πεζεύσας
ὡσεί ξηράν τήν θάλασσαν , καί κύματα κατευνάσας, ἄν δεν εἶναιΧριστός ὁ
Θεός , ὁ ἀναστάς , καί τούς νεκρούς ἐγείρας ;
Ποιός εἶναι ὁ ἀναστήσας τον Λάζαρον τετραήμερον , καί τήν χήρας τόν υἱόν
, καί ἀνορθώσας τον ἐπί κλινης παράλυτον ;
Κράζει , δηλώνει, μαρτυρεῖ , ὁ λίθος , οἱ σφραγίδες που βάλατε , οἱ
φύλακεςς, πού ἤθελαν φύλακα ,ἀλλά καί πάλιν θά ἀποροῦσαν .
Ἴδετε ὅμως ὅτι κρεμάμενον ἐν Σταυρῷ , ὁ ληστής ἐπιγνόντα τόν
Σταυρωθένα ὡς Θεόν , ἐκέρδισε τήν αἰώνιον ζωήν .
Ἀλλά , Κύριε, καί ἄν οἱ ἀγνώμονες συκοφαντοῦν , καί
ἐθελοτυφλοῦν , ἡμεῖς σε ὀμολογοῦμεν Σωτῆρ, Λυτρωτήν καί Ζωοδότην .
Ἐῤῥαπίσθης δι ᾿ ἡμᾶς , ἐνεπτύσθης , ἐχλευάσθης Ἰησοῦ , ὄξος καί
χολή ἐποτίσθης , ὁ δούς τό Σῶμα καί τό Αἷμα , εἰς βρῶσιν καί πόσιν , αἰωνίου
ζωῆς .
Ἐκεντήθης τήν Ζωοποιόν Πλευράν , πηγάσας Αἷμα καί ὕδωρ , ὡς ἀείζωον πηγήν
.
Ἐσταυρώθης ἐν μέσω δύο ληστῶν , ὡς κακοῦργος , ἐλογίσθης ὡς νεκρός , ὁ
ζωώσας τους νεκρούς ,κατετέθης ἐν τάφῳ , ὁ κενώσας τούς τάφους , ἐσκύλευσας
τόν ἄδην , ἀναστήσας τόν Ἀδάμ .
Ζῶν διῆλθες ἰώμενος πᾶσαν νόσον καί πᾶσαν ἀσθένειαν ,
ἀλλά
καί νεκρωθείς κατά ό ἀνθρωπνον , δέν διέλιπες εὐεργετῶν , τύραννον ἅδην πατήσας
, ἐξήγειρας φθορᾶς τόν κόσμον , βουλόμενος δωρήσασθαι χαρά στό πλάσμα σου , ἀπό
ὅπου προῆλθεν ἡ λύπη .
Ἔῤῥανον μύρα μετά δακρύων οἱ γυναῖκες Κύριε , ἀλλά ἐπλήσθη χαρᾶς τό στόμα αὐτῶν
, ὄταν ἀνήγγειλαν στούς Μαθητάς , ἀνέστη ὁ Κύριος.
Προσῆλθον μετά κλαυθμοῦ καί ὀδυρμοῦ , καί διελογίζοντο τοῦ λίθου
τήν μετάθεση ,λογιζόμεναι : μετά νεκρῶν ἡ ζωή ; ὑπό τήν γῆν ὁ ἀνέσπερος
ἥλιος ;
Ἀλλά , ἐξαστράπτων Ἄγγελος διέλυσε τόν φόβον αυτῶν τῶν ψυχῶν , χαροποιά
σύμβολα στούς Μαθητάς μεταφέροντες, ἀφήσαντες , τήν τάξιν τῶν μυροφόρων ,
γενόμεναι εὐαγγελίστριαι .
Μετά φόβου ἦλθον εἰς τό μνῆμα , ἵνα μέ ἀρώματα τό Σῶμα σου μυρίσαι
σκεπτόμεναι , Κύριε , ἀλλά μή εὑροῦσαι τό ἀκήρατον Σῶμα , ἀγνοοῦσαν τήν
Ἀνάστασιν , ἔως ὅτου , ἔνευσας Ἄγγελον , διαλύων τόν τάραχον τῶν ψυχῶν .
Ὀρθίζομεν , Κύριε, ὄρθρου βαθέως καί δέξαι ἀντί μύρων τόν ὕμνον ,
συμπορευόμενοι μετά τῶν μυροφόρων , ἵνα σε ἴδομεν ἀναστάντα., τριήμερον ἐκ
τάφου , ὄχι μέ τά σωματικά βλέφαρα , ἀλλά μέ τά τῆς ψυχῆς τά ὄμματα
πιστεύσαντες και ὁμολογοῦντες τον Σταυρόν , τήν Ταφήν , καί
τήν Ανάστασιν , διά τῶν ὁποίων μᾶς ἔσωσες.
Μακαρίζομεν
τά χέρια τοῦ Ἰωσήφ , σάν ἄλλο Χερουβικόν ἅρμα , ἀσπαζόμεθα τάς παλάμας , διά
τῶν ὁποίων , τόν Ἤλιον , τόν Σωτῆρα , ἐν τάφῳ κατέθεσαν , καθελών τήν
φθοράν ὁ κραταιός , καί τούς ἐν Ἅδῃ ἁῥπάσας ὁ δυνατός , ἐδωρήσατο πᾶσι,
ζωήν αἰώνιον .
Φρίττουν τά οὐρανια στρατεύματα, αἱ Δυνάμεις τῶν οὐρανῶν , βλεποντες
οὐρανόθεν τόν Ἰωσήφ , κηδεύοντα τόν ἀθάνατον Θεόν , καί λογίζεται , μετά νεκρῶν
ἡ ζωή τῶν ἁπάντων .
Ὁ κόσμος , μακαρίζει , οἱ προφῆτες ἀγάλλονται , οἱ πιστοί θαυμάζομεν ,
και μέ ὕμνους ,ὡδάς καί εὐλογήσεις , δεήσεις καί ἱκεσίας, ἐντεύξεις καί
δοξολογίας , τιμῶμεν , ὅσο χωρεῖ ἡ ἀδύναμος φύσις μας , τόν οὐράνιον
Βασιλέα,τόν Βασιλέα τῆς δόξης , τῆς δόξης τόν Κύριον.
Ἔχαιρον αἱ Μαθήτριαι τοῦ Χριστοῦ , βλέπουσαι τήν μετάθεση οῦ λίθου , πιστοποιῶν
τήν ἀνάστασιν , καί μαθοῦσαι ἀπό τῶν λευκοφανῶν , καί ἀστραπηφόρων Ἀγγέλων ,
τήν Ἀνάστασιν τοῦ ἀναστήσαντος νεκρούς , ἀναβλέψασαι τοῦ τάφου τήν εἴσοδον ,
διηπορούμεναι τήν μετάθεσιν ,ἐπέστρεφαν κηρύττουσαι , στούς κήρυκας
αὐτόν Μαθητάς τό καινόν καί παράδοξον θαῦμα , ὅτι ἀνέστη ἡ ζωή τῶν
ἁπάντων , καί πατήσας θανάτῳ τόν θάνατον ,ἐδωρήσατο ἡμῖν τό μέγα ἔλεος .
Εἰς τούς νεκρούς ὁ Λυτρωτής ; ἔδυ ὑπό γῆν ὁ Ἥλιος ; ἡ Ζωή ἐν τάφῳ; ὁ ἄνω
ἐν θρόνῳ ,καί κάτω ἐν τάφῳ;ἐν δεσμοῖς ὁ Λυτρωτής ;ἀλλα φύσις ἀσθενής τήν
ἀνδρείαν ἐνίκησεν , ὅτι γνώμη συμπαθής τόν Θεόν εὐηρέστησε , καί μαθοῦσαι παρά
τοῦ Ἀγγέλου τό καινόν καί παραδοξον θαῦμα , ἀφήσασαι τήν τάξιν τῶν
μυροφόρων , ἔγιναν εὐαγγελίστριαι εύαγγελιζόμεναι εἰρήνην , τήν εἰρήνην τήν
θεόσδοτον ἐκείνην,δειλιῶσαι Ἰουδαίων τήν αὐθάδειαν ,καί τῶν στρατιωτῶν
παρορῶσαι τήν ἀσφάλειαν .
Ἄγγελος τό χαῖρε , πρό τῆς συλλήψεως , εἰς τήν ΑΓΝΗΝ
ΚΕΧΑΡΙΤΩΜΕΝΗΝ ἐμήνυσε, καί τανῦν ,ἄγγελος τόν λίθον τοῦ ἐνδόξου
μνήματος ἐκύλισεν · ὁ μέν ἀντί τῆς λύπης , σύμβολα εὐφροσύνης μηνύων
,ὁ δέ ἀντί θανάτου , Δεσπότην Ἀναστάντα κηρύττων ἐμήνυσε .
Τί τά μύρα , μαζί μέ τά δάκρυα Μαθήτριες Χριστοῦ στόν τάφον κιρνᾶτε ; ὁ λίθος
κεκύλισται , ὁ Τάφος κεκένωται , ἡ φθορά , ἐπατήθη ἀπό τήν ζωήν , τό θνητόν
ἐσώθη μέ τήν σάρκωσιν καί σταύρωσιν καί ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ .
Ἅρμα Χερουβικόν , ἀνεδείχθης Ἰωσήφ, φέρων ἐπί ὤμων , τόν καθήμενον ἐν
οὐρανοῖς , τόν περιπατοῦντα ἐπί πτερύγων ἀνέμων , τόν απτόμενον τῶν ὀρέων
καί καπνίζοντα , τόν ἐπιβλέποντα ἐπί τήν γῆν καί ποιῶν αὐτήν τρέμειν .
Καί αἰσθόμενος, τήν ἰδιαιτέραν τιμήν , μά καί εὐθύνην , καί τήν
μοναδικότητα εἰςτήν ἱστορίαν τῆς ἀνθρωπότητος, ἔνδακρυς , προθύμῳ λογισμῷ καί ζεούσῃ
καρδία, , μέ σταθεράς, ἀλλά καί σταθεράς χεῖρας , τῷ δέει κρατούμενος
,καταβιβάζει ἀπό τόν Σταυρόν , τόν ....μεγάλο Ξένον ....τόν βασιλέα τῆς δόξης ,
ἐνῶ πρό τινων ὠρῶν , ἄλλα χέρια, ἀσεβῆ καί βέβηλα, καθήλωσαν εἰς τόν Σταυρόν
,
ἐλόγχευσαν
τήν ἄχραντον πλευράν ,
ἔπηξαν
τούς ἤλους ,
ἐπρόσφεραν
τό ὄξος ,
τήν
χολή ,
ἐξέδυσαν
τά ἰμάτια
ἐνέδυσαν
τήν χλαμύδα,
ἔθηκαν
τόν ἀκανθινον στέφανον ,
ἐμαστίγωσαν
,
ἐκολάφησαν
,
ἔσπρωξαν
,
ἐκτύπησαν
,
ἐκίνησαν
τόν λαόν ..
Καί ἀναλογιζόμενος, τό ὕψος τῆς διακονίας, τό βάθος τῆς ἀποστολῆς, τό
πλάτος τοῦ ἐγχειρήματος, ἐπιστρατεύει τίς δυνάμεις του , νεάζων ἐν φρονήματι,
καί ἀποδίδει τήν τιμήν διά ὅλο τό ἀνθρωπινον γένος, καί γοερῶς , ἀνακράζει στόν
ζωοποιόν νεκρόν , και νεκρώσαντα τόν θάνατον διά τοῦ θανάτου :....
Πῶς να σέ κηδεύσω Θεέ μου , ὅτι Θεός ὑπάρχεις, κἄν σάρκα εἴληφας, κἄν
ἐνεπαίχθης, καί ἐσταυρώθης, καί ὄξος ἐποτίσθης , ἀλλα΄τώρα βλέπω ὅτι ταῦτα καί
ὄλα, ἑκών πάσχης διά μένα τόν παραπεσόντα καί πεπτωκότα ἄνθρωπον · ὁμολογῶ τήν
χάριν ,
κηρύττω
τό ἔλεος,
οὐ
κρύπτω τήν εὐεργεσίαν , οὐδέ τήν ἀγάπη μου γιά σένα , πού ἔγινες κατά
πάντα ὅμοιος μέ ἐμένα , πλήν τῆς ἁμαρτίας, διά νά μᾶς ἐπαναφέρεις στήν
χαμένη πατρίδα, καί ἀνοίξης τόν κεκλεισμένον Παράδεισον , καί κάνεις , κατά
πάντα ὅμοιους μέ ἐσένα , πλήν τῆς θεϊκῆς σου οὐσίας .
Ὅπως εἶναι ἀδύνατον , νά ἔχεις ἁμαρτίαν , ὁμοίως εἶναι
ἀδύνατον , νά ἔχωμεν τήν σήν οὐσίαν · ἀλλά ὅπως μετείληφας τῆς σαρκός μας,
οὕτως μετέδωκας τῶν ἐνεργειῶν τῆς θείας σου χάριτος .
Ὅτε οὖν ὁ εὐσχήμων καί τολμηρός μαθητής καθεῖλε σε από τοῦ Σταυροῦ Κύριε
, ὡς νεκρόν , ἄταφον , τήν Ζωήν τῶν ἁπάντων , μέ μύρα καί σινδόνας ἐτείληξε τό
ἄχραντον σου Σῶμα , καί ἔθεσε εἰς τό καινό ἰδικό του μνημεῖον φλεγόμενος
ἀπό ἀγάπη , ἀλλά συστελλόμενος ἀπο φόβον , ἐβόα σοι. Μακρόθυμε Κύριε, δόξα τῆ
συγκαταβάσει σου .
Ἐγεννήθης εἰς σπήλιον , ἀλλά καί τοῦτο ἀλλότριον , ...
εἰς
ὅλην σου τήν ζωήν οὐκ εἶχες , ποῦ τήν κεφαλήν κλίνειν ....εἰςτόν Σταυρόν
απέθανες, ..
καί
εἰς ξένοντάφον ἐτάφης, σύ ὁ δούς τροφήν πάση σαρκί ,καί διά τοῦ λόγου σου Λόγε
τοῦ Θεοῦ ἐδημιούργησας τα πάντα.
Ἐτέθης ἐν τάφῳ ἡ ζωή τοῦ παντός , καί ὁ κενώσας τούς τάφους, καί ποιήσας
τόν θάνατον ὡς ὕπνον .
Κατετέθεις ἐν τάφῳ , ὁ ἀναβαλλόμενος τό φῶς ὥσπερ ἱμάτιον ,
ἔφριττον αἱ Δυνάμεις τῶν οὐρανῶν , βλέποντες συκοφαντούμενον , τόν
κοινόν Δεσπότην , δοξάζοντες τήν ἄφατον αύτοῦ μακροθυμίαν , καί τό
μέγα ἔλεος, δόξα σοι..
Δοξάζομεν τά Πάθη , τιμῶμεν τήν Ταφήν , σύν τῇ Ἀναστάσει καί βοῶμεν ,
δόξα
τῆ φιλανθρωπίᾳ σου Κύριε ·
δόξα
τῆ μακροθυμίᾳ σου Ἅγιε·
δόξα
τῆ εὐσπλάγχνία σου Βασιλεῦ .
Δόξα σοι , Κύριε ·
Δόξα Σοι Ἅγιε ·
Δόξα σοι Βασιλεῦ ·
Δόξα σοι ὁ Θεός ἡμῶν ,
Εὐχαριστοῦντες ,
προσκυνοῦμεν
σε Τρισυπόστατε Κύριε , δόξα σοι .
ἡ
δέ ἌΧΡΑΝΤΟς ΠΑΡΘΕΝΟΣ σε ὁρῶσα νεκρόν κρεμάμενον , ἤλγει τα σπλάγχνα Μητρικῶς
, βοῶσα,
Μακρόθυμε
Κύριε, Υἱέ καί Θεέ μου , σῶζε τούς σέ μεγαλύνοντας, καί τιμῶντας τήν σέ
Τεκοῦσαν .ἀμην .γενοιτο.
ἐν
Ἱεραποστολῇ ,
,
βκα΄Μαϊου κδ ΄....(24-5-2021 )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου